ρυτίδα

ρυτίδα
ride

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ρυτίδα — η / ῥυτίς, ίδος, ΝΑ, και αιολ. τ. βρυτίς, Α πτύχωση, ζαρωματιά που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια και, ιδίως, στο δέρμα ως αποτέλεσμα τής γήρανσης (α. «φάνηκαν οι πρώτες ρυτίδες στο πρόσωπό της» β. «ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει», Αριστοφ.)… …   Dictionary of Greek

  • ρυτίδα — η πτυχή, ζάρα, ζαρωματιά: Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥυτίδα — ῥυτίς pucker fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωλίγγη — και ὠλιγγία, ἡ, Α 1. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἀκαριαῑον, ἐλάχιστον» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) τάση για ύπνο, νύστα β) ρυτίδα τών βλεφάρων γ) «πνοὴ καὶ σκιὰ καὶ ἀκαρὲς πνεῡμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο οι ποικίλες σημ. τής λ. όσο …   Dictionary of Greek

  • δίπλα — (I) επίρρ. Ι. 1. παραπλεύρως, στο πλάι 2. πλαγιαστά, πλάγια 3. φρ. α) «τού ή τής πέφτω δίπλα» πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία β) «παίρνω δίπλα τα βουνά» περιπλανιέμαι στα βουνά γ) «τό κόβω, τό παίρνω δίπλα» πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω, κοιμάμαι.… …   Dictionary of Greek

  • διπλοζαρωμάδα — η βαθιές ρυτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο * + ζαρωμάδα «ζαρωματιά, ρυτίδα»] …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • ζάρα — και ζαρωματιά, η 1. αναδίπλωση υφάσματος, τσαλάκωμα, πτυχή, σούφρα («το ύφασμα κάνει ζάρες») 2. ρυτίδα τού δέρματος 3. μτφ. κάθε πτύχωση οποιασδήποτε επιφάνειας («οι ζάρες τού πελάγου») 4. πήλινο αγγείο 5. κατακάθι, ζούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαρώνω,… …   Dictionary of Greek

  • ζέα — η (ΑΜ ζέα, Α και ζέη) νεοελλ. γένος φυτών τής οικογένειας τών αγρωστωδών μσν. 1. γραμμή, ρυτίδα στον ουρανίσκο τού αλόγου 2. ο ουρανίσκος τού αλόγου αρχ. 1. η ζειά* 2. «λιβανωτίς κάρπιμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζειά] …   Dictionary of Greek

  • ζαρωματιά — η [ζάρωμα] πτυχή, ρυτίδα, ζάρα, σούφρα …   Dictionary of Greek

  • πτύγμα — ατος, τὸ, Α [πτύσσω] 1. ο σχηματισμός πτυχής, το να διπλώνεται κάτι («πρόσθε δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῡ πτῡγμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.) 2. πτυχή, ρυτίδα τού δέρματος 3. τεμάχιο λινού υφάσματος για έμφραξη πληγής, γάζα 4. είδος επιδέσμου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”